- σχοινιοπλόκος
- σχοινιο-πλόκος, ὁ,A rope-maker, PGoodsp.Cair.30ii 1, al. (ii A.D.), POxy.934.4 (iii A.D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σχοινιοπλόκος — ὁ, Α Βλ. σχοινοπλόκος … Dictionary of Greek
σχοινιοπλόκου — σχοινιοπλόκος rope maker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινοπλόκος — ο, ΝΑ, και σχοινιοπλόκος Α αυτός που πλέκει σχοινιά και κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από σχοινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος / σχοινίον + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. στιχοπλόκος] … Dictionary of Greek